Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός θ' ἱκέτης τε τέτυκται

См. также в других словарях:

  • τεύχω — Α 1. παράγω με τεχνική εργασία, ιδίως σχετικά με υλικά πράγματα («ἔστη σκῆπτρον ἔχων τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων», Ομ. Ιλ.) 2. οικοδομώ, κτίζω («βωμὸς δ ἐφύπερθε τέτυκτο», Ομ. Οδ.) 3. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «εἴπω δὲ γυναιξὶν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»